μαυρομάνικος

μαυρομάνικος
-η, -ο (Μ μαυρομάνικος, -η, -ον)
(για μαχαίρι) αυτός που έχει μαύρη λαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + -μάνικος (< μανίκι), κοντο-μάνικος, μακρυ-μάνικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαυρομάνικος — η, ο αυτός που έχει μαύρο μανίκι (λαβή): Μαυρομάνικα σπαθιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”